στην τρέλα


        Μια γουλιά καυτή σοκολάτα με άρωμα κανέλας χάιδεψε αργά και ηδονικά τον ουρανίσκο της και πήρε την κατηφόρα να συναντήσει τα κίτρινα υγρά του στομαχιού της .
Η ψυχή της βαριά σαν το χρώμα του λυτρωτικού υγρού από την χθεσινοβραδινή  αϋπνία και άπνοια
Η χάρη του μεγάλη ,τα κατάφερε πάλι να την σκοτώσει                                                                                                                    Ανασήκωσε αργά ,αργά το κόκκινο αραχνοΰφαντο νυχτικό της, κοίταξε με λεπτομέρεια το σώμα της μα  αίμα δεν συνάντησε πουθενά  ,ούτε καν μια ουλή, πως ένιωθε τόσο  νεκρή όμως;
 Πονούσε παντού σαν  να την είχαν γαζώσει χιλιάδες μαχαιριές σε όλο της το κορμί                                                                                                                                                  Οι άτιμες οι λέξεις θέριζαν σαν το δρεπάνι του χάρου και κάρφωναν το σώμα της σαν τα καρφιά στα χέρια του Χριστού.
Αόρατες μα ηχηρές ,σκάρτες μα τις αγόρασε ,οι σάκες της φίσκα μα τις στρίμωξε όλες .
Όλοι οι καλοί χωρούν το σύνθημα της και κατάπιε μια μπουκιά των λόγων του Καιρό τώρα σκεφτόταν να αγοράσει ένα κουτί ωτοασπίδες και να παραγγείλει ένα χαρούμενο χαμόγελο μα διαρκώς έδινε παράταση στο αύριο λες και δεν ήθελε να χάσει την τιμωρία της .
Συνηθισμένη διαρκώς να βρίσκεται με έναν αιώνιο μπούκωμα ασυνείδητα άφηνε τον εαυτό της έρμαιο των αιματηρών  λόγων του.  Μια τούφα  πράσινου ζυμαρικού τυλίχτηκε γύρω από το πιρούνι της ,ημέρα Κυριακή ,σκατομέρα δηλαδή από εκείνες που αλλιώς θέλεις να περάσεις  και πάντα αλλιώς περνάς.
Στοιχημάτιζε κάθε τόσο με τον εαυτό της  ότι η επόμενη θα ήταν καλύτερη ,μα μέχρι τώρα στην ζωή της καμιά δεν συνάντησε να είναι καλύτερη.
 Έφερε αργά ,αργά την μπουκιά στο στόμα της μα αυτό αδυνατούσε να ανοίξει, σαμποτάριζε την προσπάθεια της να ζήσει ,τι νόημα είχε άλλωστε ; 
Καταθλιψούλα περνάει και  ομολογώ αφού την παρακολουθώ από κοντά, χρόνια τώρα ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης ,απορώ μάλιστα πως αντιστέκεται ακόμα και πως καταφέρνει και κρατά δεμένη στο νου αυτήν την μικρή βίδα που αν χαλαρώσει εντελώς πάει πέταξε το πουλάκι .
Νοσοκόμες χοντρές στα λευκά, γιατροί που σουλατσάρουν στους θαλάμους αδιάφοροι και φλυαρούν και ύστερα πίνουν καφέ και τρώνε κρύα σάντουιτς ή πηδούν και καμιά μικρούλα αν τύχει στην νυχτερινή βάρδια ,γι αυτό αντιστέκεται ίσως ,συνένοχος στην αδιαφορία του συστήματος  δεν θα γίνει ,ήδη την  έχει γευτεί από πρώτο χέρι .           .                                                      
Η μακαρονάδα περίμενε να τρέξουν τα σάλια της ,και άρχισε να λιποθυμά στο πιρούνι της μέχρι που ξεκρεμάστηκε από δαύτο εντελώς και κατέρρευσε στο πιάτο της ανέγγιχτη .
Σηκώθηκε το μάζεψε ,το έβαλε μέσα στον νεροχύτη μάζεψε τα ψίχουλα από το τραπέζι σκούπισε τον μπάγκο της κουζίνας και πήρε το ποτήρι με το λευκό κρασί και το κατέβασε μεμιάς
Το σπίρτο του έκαψε τα σωθικά της και γαλήνεψε την φουρτουνιασμένη ψυχής, παρηγοριά εξ ανάγκης και εκ πείνας ,αφού αυτό πια ήταν το υποκατάστατο όλων .
Έξω η μέρα χόρευε ,ο ήλιος έλαμπε ,τα πουλιά τιτίβιζαν , οι μέλισσες σεργιάνιζαν στα χρώματα και εκείνος μαγάριζε το τοπίο με την παρουσία του .
Κάθισε στο σκαλί της πόρτας που οδηγούσε στον κήπο ,ούτε καρέκλα την χωρούσε ούτε ο τόπος πια ,το θηρίο που ζούσε μέσα της -θυμός το όνομα του την έπνιγε -το άδικο την γάζωνε με σφαίρες και η απραξία της έπαιζε σκάκι με τα νεύρα της .
Το βλέμμα της θολό από καιρό ,το αλκοόλ το έκανε να λάμπει πάντα ,εκείνη η άτιμη η δύναμη του σκορπούσε όλα τα σύννεφα του ,τους δισταγμούς του ,τις αμφιβολίες του….
Την έκανε αποφασιστική ,με σχέδιο και δράση σε πλήρη εκτέλεση ,ούτε ο Ρωχάμης να ήταν .
Λογικό ή παράλογο; δεν την ένοιαζε.
Με σύμμαχο το ποτήρι της τίποτα δεν την ένοιαζε .
Παντοδύναμη, τολμηρή να μην πω και χαρούμενη στο πρώτο ,στο δεύτερο μεσουρανούσε, στο τρίτο ξεστόμιζε θαμμένες φράσεις, στο τέταρτο τον είχε βάλει στην  θέση του, στο πέμπτο έσπαγε ότι συναντούσε ,και κατέρρεε. Ύστερα παραδινόταν σε ένα βαθύ ύπνο και μετά κουρέλι μάζευε τα κομμάτια της
Όμορφες Κυριακές !
Τον κοίταζε όσο στεκόταν στο σκαλοπάτι της ζωής της ,ήταν άραγε αυτός που κάποτε ερωτεύθηκε ;
Τα μαλλιά του από καιρό είχαν ασπρίσει ,μα ο νους του ,σαν τον νου γέρικου λύκου  παρέμενε ακλόνητα άβατος σαθρός ,σάπιος και κατακρεουργημένος από τύψεις χωρίς συγνώμη .
Η πείρα και ο χρόνος ποτέ δεν πέρασαν από πάνω του ,κλείδωσε την εξώπορτα του με διπλό κλείδωμα και με ατσάλινη μπάρα ,κατάπιε και πέντε φράσεις που συχνά τις άφηνε να λιποτακτούν και τις ξαναμάζευε σαν εκτελούσαν την πράξη τους και ένιωθε βασιλιάς σε έναν βασίλειο χωρίς υπηκόους .
Μερικές τέτοιες φράσεις ήταν αυτές που την γέμισαν μαχαιριές εκείνο το μεσημέρι στο σκαλοπάτι με το ποτήρι το κρασί στο χέρι και την αφάγωτη πράσινη μακαρονάδα .
-πήγαινε  με αυτόν που σε πηδά
-πάρε τον άλλον  τον μαλάκα που σε έχεσε κιόλας, μαζί σου δεν έρχομαι .
-Για σημαία με θες ;
-ούτε ένα λουλούδι δεν είσαι άξια να φυτέψεις ,όλα εγώ τα κάνω
-μα φύτευα, χρόνια και εσύ μου τα ξερίζωνες .
-με ξερίζωνες διαρκώς ψέλλισε
Οικογενειακό καβγαδάκι !
Επαναλαμβανόμενο επί ………………πολλά, συναπτά έτη κατά τον ίδιο αιχμηρό ίσως και χειρότερο τρόπο .
Μικρό κοριτσάκι σαν τα κρύα τα νερά ήταν σαν τον παντρεύτηκε ,τα χέρια της βελούδινα και η γλυκύτητα μα και η καπατσοσύνη της δεν είχαν μέτρο σύγκριση με καμιά ,άξια σε όλα της και σε αυτά που ήξερε και σε αυτά που δεν ήξερε .
Βάρεσε βουτιά και έπεσε στα σκατά  και κολύμπησε χωρίς να τα καταπίνει ίσα-  ίσα που μάζευε και κομμάτια τους και έφτιαχνε γλυκά για να τρέφεται
Και τι δεν έκανε όλα αυτά τα χρόνια ,βουβή με το χαμόγελο στα χείλη και την πίκρα για την κατάντια της κλειδωμένη άνοιγε την αγκαλιά της και χωρούσε μέσα και το καλό και το κακό .
Με ένα μοναδικό τρόπο εξομάλυνε κάθε δυσκολία την κατάπινε και άνοιγε δρόμο σε όλους γύρω τους να μην τους στενοχωρήσει η ζωή, ή ίδια δεν είχε ανάγκη έλεγε μέσα της .
Δούλεψε σαν σκλάβος
Στα κάτεργα, θανατοποινίτης
Στην έρημο ,έψαχνε νερό και στον βόρειο πόλο, τζάκι
Έρμαιο λόγων και πράξεων ,βάναυσων και αποκρουστικών
Σκυλιά γύρω της γάβγιζαν ,την δάγκωναν μα τους έκανε παιχνίδι και τα τάιζε με αγάπη ,θα μερώσουν έλεγε
Τα χρόνια περνούσαν και αντί να μερώσουν αυτά, θέριευε εκείνη .
Ο θυμός φούντωνε η πίκρα ξεχείλιζε η κατάντια της ανείπωτη
Σύρθηκε ,μάτωσε ,σηκώθηκε ,έκλαψε ,χαμογέλασε
Ζούσε
Απλά ζούσε περιμένοντας έναν θάνατο
Η λύτρωση των πάντων ο θάνατος
Σε αυτόν ήλπιζε μα αυτός δεν ερχόταν
Ο θεός είχε κάνει άλλη συμφωνία με τον διάβολο για πάρτη της
Οι σκέψεις είχαν ήδη θολώσει ,το αλκοόλ έτρεχε στο αίμα και μαγάριζε το χρώμα του .
Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει τα δόντια του είχαν κιτρινίσει ,η κοιλιά του είχε πρηστεί και ο κώλος του χρειαζόταν φελλό πλέον
Μα αυτά δεν την ένοιαζαν ας χεζόταν κιόλας ,τι ήταν ένα χέσιμο μπροστά στα σκατένια λόγια !
Τον κοίταζε και έπινε
Άκουγε τα πουλιά και έπινε
Γουλιά και σκέψη
Γουλιά και τόλμη
Τόλμη και πράξη
Έτσι πάνε αυτά
Το μυαλό της δούλευε πυρετικά
Το μαχαίρι ήταν πάνω στο πάγκο ακόμα
Κοίταζε την πλάτη του, φαρδιά ,κάρφωνε το σημείο με τα μάτια  
Μια μικρή οπή μόνο ,αρκεί να μην βρει κόκαλο και πάει ,θα γλύτωνε  δια παντός
Γύρισε και την κοίταξε να πίνει ,τα μάτια της είχαν θολώσει
Κόκκινα πια έβγαζαν σπίθες
Μέσα στα μαύρα σκοτάδια τους δεν μπορούσε να διακρίνει τις σκέψεις της
Δεν ήταν ειδικός άλλωστε
Σιώπησε .
Τα λόγια του  μια φορά έμπηγαν την μαχαιριά και σκότωναν μια και καλή πάντα
Ήταν μια νεκρή τώρα
Τι θα είχε να φοβηθεί μια νεκρή ;
Σκέψη που την έκανε διαρκώς, μα πάντα πήγαινε για ύπνο ,άπρακτη
Εκείνη την μέρα σκόπευε να πάει σε έναν γάμο ,του ζήτησε να την συνοδεύσει και την συνόδευσε με αιματηρές φράσεις ,την πότισε με πίκρα για άλλη μια φορά
Η ψυχή της είχε μπουκώσει από άρνηση
Η ψυχή της είχε μπουκώσει από φράσεις
Το σώμα της πονούσε
Εσωτερικά αιμορραγούσε
Το μυαλό της είχε συνθλιβεί από το οινόπνευμα .
Την σκότωνε και αυτοκτονούσε
Αυτοκτονούσε και την σκότωνε
Τι να φοβηθεί μια νεκρή !
Τι υπάρχει πέρα από τον θάνατο!
Σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι της ,αυτό που συνήθιζε να κάνει μετά τις μαχαιριές ορατές και αόρατες
Το σώμα της έτρεμε ,τα χάπια το χρωμάτισαν για άλλη μια φορά
Ο ύπνος ήλθε, η ξεκούραση εξανεμίστηκε
Την πρόδωσαν τα όνειρα
Την μαχαίρωσε το στρώμα
Την έπνιξαν τα σκεπάσματα
Την πλάκωσε το ταβάνι
την πάγωσε το δάπεδο
Νεκρή !               ………………….ούρλιαζαν οι τοίχοι
Σήμερα είναι χθες ;
Χθες είναι σήμερα ;
Ο χρόνος είχε χάσει το νόημα του ,τα συναισθήματα ήταν ίδια χρόνια τώρα
Η ώρα απλά κυλούσε
Τα ρούχα άλλαζαν θέσεις
Μια στην ντουλάπα μια στο πλυντήριο
Μια στο σκοινί κρεμασμένα ,ξωτικά να ανεμίζουν, πίκρες χαρές θύμησες πόνο δάκρυ ελπίδα
Ελπίδα !
Τι είναι αυτό ;
Ήλπιζε ,πάντα ήλπιζε για ένα καλύτερο αύριο
Κάποιος το σκότωσε όμως και δεν τον συνάντησε ποτέ
Πήγε μέχρι τις αίθουσες των δικαστηρίων να δει τον ένοχο μα δεν τον βρήκε
Μόνο τον εαυτός της συνάντησε στο εδώλιο
Στο ακροατήριο ,σε αναδιπλασιασμό γέμισε τα καθίσματα
Κατήγοροι ,τα φαντάσματα του
Δικαστές ,οι σκιές της
Δεσμοφύλακας ,το σώμα της
Μια αίθουσα σε σύγχυση
Μια αίθουσα κινητών αντιγράφων ενός εαυτού φάντασμα στα χέρια ευφάνταστου σκηνοθέτη
Βγήκε από την αίθουσα άπρακτη και βουβή
Η ελπίδα καταδικάστηκε  εκείνη την μέρα σε ισόβια κάθειρξη
Το χαμόγελο έσβησε
Ο νους ταξίδεψε στο κενό
Το σώμα βάρυνε
Τεντώθηκε πάνω στο στρώμα ,όνειρο ήταν , ξεφύσηξε
Άπλωσε το χέρι στο κομοδίνο ,πήρε ακόμα ένα λευκό χαπάκι και έπεσε ξανά σε λήθαργο .
Το σπίτι σιώπησε
Το σώμα της έτρεμε
Εκείνος ροχάλιζε ως συνήθως
Στιγμές ή ώρες πέρασαν ;
μήνες ή χρόνια ;
Κατέβηκε την σκάλα ,
Όπως το είχε φανταστεί ,κείτονταν σαν γουρούνι στον καναπέ
Κατέβηκε αθόρυβα ,έφτιαξε σοκολάτα την αρωμάτισε με κανέλα  άναψε τσιγάρο το φούμαρε με μανία  …
Πήγε στον μπάγκο πήρε το μαχαίρι ήταν μια εύκολη υπόθεση τελικά !